- δόλωνα
- δόλωνflying jibmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δόλωνα — Δόλων flying jib masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δόλων' — Δόλωνα , Δόλων flying jib masc acc sg Δόλωνι , Δόλων flying jib masc dat sg Δόλωνε , Δόλων flying jib masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλων' — δόλωνα , δόλων flying jib masc acc sg δόλωνι , δόλων flying jib masc dat sg δόλωνε , δόλων flying jib masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρήσος — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί … Dictionary of Greek
ρησός — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί … Dictionary of Greek
Dolch, der — Der Dolch, des es, plur. die e, die kürzeste Art der Stoßdegen, welche in Italien sehr häufig, bey uns aber selten gebräuchlich ist. Die Hand eines Freundes drückte ihm den Dolch in die Brust. Die Worte sind in meiner Seele Dolche, Schleg. Nenne… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
δολωνίτης — ο [δόλων] ναύτης που χειρίζεται τον δόλωνα, ο γαμπιέρης … Dictionary of Greek
παπαφίγκος — και παπαφίγγος και μπα < ρίγγος, ο 1. τετράγωνο ιστίο πάνω από τον δόλωνα, ο φώσωνας 2. φρ. α) «πλωριός παπαφίγκος» το φωσώνιο β) «κόντρα παπαφίγκος» ο σιπαρός και το σιπάριο 3. παροιμ. «ήβρες ναύτη για τον παπαφίγκο» λέγεται ειρωνικά σε… … Dictionary of Greek
παραδολώνιο — το ναυτ. μικρό βοηθητικό ιστίο σε πλοία με πολλά ιστία το οποίο τοποθετείται στην άκρη τού δόλωνα, κν. κουρτελάτσα τής γάμπιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δόλων. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
φώσωνας — και φώσσωνας, ο / φώσσων ή φώσων, ωνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φώσων Ν νεοελλ. ναυτ. το πάνω από τον δόλωνα τετράγωνο ιστίο, που φέρει σταυρωτές κεραίες, κν. παπαφίγκος μσν. αρχ. ιστίο πλοίου αρχ. (στους Αιγυπτίους) χιτώνας από χονδρό λινό ύφασμα.… … Dictionary of Greek